συντεθειμένα

συντεθειμένα
συντίθημι
place
perf part mp neut nom/voc/acc pl
συντεθειμένᾱ , συντίθημι
place
perf part mp fem nom/voc/acc dual
συντεθειμένᾱ , συντίθημι
place
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συντεθειμένας — συντεθειμένᾱς , συντίθημι place perf part mp fem acc pl συντεθειμένᾱς , συντίθημι place perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομηροκέντρων — ὁμηροκέντρων, ωνος, ὁ, ἡ ὁμηρόκεντρον, τὸ (ΑΜ) συν. στον πληθ. οἱ ὁμηροκέντρωνες ή τὰ ὁμηρόκεντρα ποιήματα τα οποία ήταν αποτέλεσμα συρραφής διαφόρων στίχων ή τμημάτων τών ομηρικών επών, συντεθειμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελούν ενιαίο… …   Dictionary of Greek

  • σύνθεμα — το, ΝΜΑ [συντίθημι] νεοελλ. αυτό που προέρχεται από σύνθεση, που τα τμήματά του είναι συντεθειμένα μσν. αρχ. καθετί το συμφωνημένο εκ τών προτέρων, σύνθημα αρχ. 1. σύνθετη λέξη 2. ποσό, κεφάλαιο 3. συνέλευση, συνάθροιση 4. ιατρ. α) αλοιφή που… …   Dictionary of Greek

  • συντεθειμέναι — συντίθημι place perf part mp fem nom/voc pl συντεθειμένᾱͅ , συντίθημι place perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”